- κονιορτοβριθής
- -έςγεμάτος κονιορτό, κατασκονισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιορτός + -βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. βιβλιο-βριθής, κοσμο-βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… … Dictionary of Greek